- μικρόνοια
- η (Μ μικρόνοια)1. στενοκεφαλιά2. διανοητική καθυστέρηση ή ανεπάρκεια η οποία χαρακτηρίζεται από ελλιπή κρίση, νωθρότητα σκέψης.[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)-* + -νοια (< -νους)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
νανοκεφαλία — η [νανοκέφαλος] η ιδιότητα τού νανοκεφάλου, η υπερβολική μικρότητα τής κεφαλής, που συνοδεύεται και από μικρόνοια … Dictionary of Greek
ολιγόνοια — η (Μ ὀλιγόνοια) [ολιγόνους] περιορισμένη, νοητική ικανότητα, μικρόνοια … Dictionary of Greek
στενοκεφαλιά — η, Ν μτφ. 1. έλλειψη πνευματικής ευρύτητας, στενότητα αντίληψης, μικρόνοια 2. άσκοπη επιμονή, πείσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενοκέφαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek